παντεπίσκοπος

παντεπίσκοπος
-ον, ΜΑ
αυτός που επιβλέπει, που εποπτεύει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ἐπίσκοπος «αυτός που επιτηρεί, φύλακας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παντεπίσκοπος — all surveying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντεπίσκοπον — παντεπίσκοπος all surveying masc/fem acc sg παντεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԷՆԱՅՑԵԼՈՒ — ( ) NBH 1 0069 Chronological Sequence: Unknown date, 5c Տ. ԱՄԵՆԱԴԷՏ. παντεπίσκοπος omnia lustrans *Հոգին Սուրբ՝ ամենազօր ամէնայցելու. Առ որս. ՟Զ: յորմէ եւ Լծ. կոչ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”